Πριν λίγες ημέρες
αμερικανικό δικαστήριο καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 88 μηνών (7 ετών) στέλεχος
εταιρείας, που δωροδοκώντας κρατικούς υπαλλήλους του σώματος μηχανικών του
αμερικανικού στρατού, κατάφερε να αναλάβει η εταιρεία του δημόσιες συμβάσεις,
προκαλώντας ζημία στο δημόσιο ύψους 30 εκ. δολ. Πέραν του ότι το αμερικανικό
δημόσιο ανέκτησε τα χρήματα αυτά, επεβλήθη και χρηματική ποινή στον κατηγορούμενο
7,6 εκ. ευρώ ως αποζημίωση του σώματος μηχανικών του στρατού.
Η είδηση καθαυτή
δεν εκπλήσσει τόσο, όσο εκπλήσσει, για τα ελληνικά δεδομένα (πέραν του ότι
ανακτήθηκε η ζημία του Δημοσίου), η προσέγγιση της υπόθεσης που έγινε από διάφορους
φορείς της χώρας.
Οι ενέργειες του κατηγορουμένου να δωροδοκήσει
κρατικούς υπαλλήλους και να διαπράξει απάτη, προκειμένου να αναλάβει δημόσιες
συμβάσεις, πλήττει κάθε ιδιοκτήτη μικρής επιχείρησης που ελπίζει ότι τα προγράμματα
δημοσίων προμηθειών μπορούν να τον βοηθήσουν, ώστε να επιτύχει αυτό το όνειρο».
Η αξία της παραπάνω
δήλωσης έγκειται στην λογική από την οποία εμφορείται, ότι δηλαδή στη Μέκκα του καπιταλισμού,
όχι μόνο δεν δαιμονοποιείται (βεβαίως) η επιχειρηματικότητα και με τη μορφή του εργολάβου του δημοσίου (σημειωτέον ότι ο
μεγαλύτερος αγοραστής προϊόντων και υπηρεσιών στον κόσμο είναι το κράτος των
ΗΠΑ), αλλά το κράτος εγγυάται τον ανόθευτο ανταγωνισμό, προκειμένου να γίνεται
πράξη το λεγόμενο αμερικανικό όνειρο. Και μάλιστα, πριμοδοτείται η μικρή επιχείρηση,
διότι αφενός μεν ανταγωνισμός με άνισους όρους αποτελεί γράμμα κενό αφετέρου, δε, αναγνωρίζεται
στις ΗΠΑ ότι η ύπαρξη μικρών επιχειρήσεων συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική
δύναμη της χώρας.