Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να
δώσει απάντηση μεταξύ των άλλων η Τράπεζα της Ελλάδος με την ενδιάμεση έκθεσή
της για τη νομισματική πολιτική 2012. Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρονται
συνοπτικά στις αιτίες για τις οποίες η πτώση των τιμών καταναλωτή δεν είναι
ακόμη μεγαλύτερη σε συνθήκες παρατεταμένης υποχώρησης της καταναλωτικής ζήτησης
και επιταχυνόμενης μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Τα προβλήματα που παρουσιάζει η
Έκθεση ήταν γνωστά στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια. Κανείς όμως δεν ενδιαφέρθηκε
να τα αντιμετωπίσει συντονισμένα και μεθοδικά αφού άπαντες μέχρι σήμερα ήταν
ευχαριστημένοι. Οι μεν καταναλωτές ζούσαν στην παραζάλη της κατανάλωσης οι δε
επιχειρήσεις επιβίωναν βασίζοντας το «παραγωγικό» τους μοντέλο στην ξέφρενη
κατανάλωση που την τροφοδοτούσε η αχαλίνωτη πιστωτική επέκταση.
Τώρα όλοι περιμένουν την
προσαρμογή των τιμών στο επίπεδο της ζήτησης, που, όσο δεν γίνεται, αποτελεί
στρέβλωση και, όταν θα αρθεί, θα επέλθει η ισορροπία…
Ας δούμε όμως την ετοιμότητα και
τα όρια της πολυπόθητης προσαρμογής.
Η απαίτηση του άμεσου
αποπληθωρισμού των τιμών αναπτύσσεται υπό την κυρίαρχη ρητορική της ευθύνης των
επιχειρήσεων, οι οποίες, είτε λόγω συμπράξεων είτε λόγω (αντικοινωνικής)
διατήρησης των περιθωρίων του κέρδους τους, δεν ρίχνουν τις τιμές, οδηγώντας
τους καταναλωτές στην ανέχεια.
Εάν ακολουθούσαμε με συνέπεια την
επιχειρηματολογία αυτή, θα οδηγούμαστε στο άτοπο συμπέρασμα ότι η αγορά έχει
την ικανότητα να προσαρμόζεται αενάως στην μειούμενη ζήτηση και άρα όση φτώχεια
και να βιώνει η κοινωνία θα υπάρχει πάντα ένα ύψος τιμής που θα την ικανοποιεί.
Δυστυχώς, όμως, δεν μπορεί να
συμβαίνει κάτι τέτοιο, διαφορετικά ούτε οι επιχειρήσεις θα αναγκάζονταν να
κλείσουν ούτε φτώχεια (εντός κι εκτός εισαγωγικών) θα υπήρχε, καθώς τα προϊόντα/υπηρεσίες
θα πωλούνταν/παρέχονταν πάντοτε σε τιμές «λογικές», προσαρμοζόμενες στο
βαλάντιό μας!
Αυτό που αποκαλύπτει η αγκύλωση
των τιμών, πέρα από τις γνωστές παθογένειες που διαπιστώνει ορθά η Έκθεση, όπως επί παραδείγματι η συγκράτηση των τιμών στις καρτελοποιημένες αγορές όπου οι απώλειες ένεκα της μειωμένης προσφοράς προϊόντων εξισορροπούνται από τη διατήρηση των τιμών ή ακόμα και από την αύξησή τους!), είναι
η αδυναμία επίτευξης θετικού αποπληθωρισμού, δηλαδή αύξησης του επιπέδου
παραγωγικότητας (σημειωτέον η μείωση των μισθών -συντελεστής εργασία- ενδεχομένως
να λειτουργεί και αντίστροφα επιβαρύνοντας το βαθμό παραγωγικότητας)
δεδομένης μάλιστα της ακόμα μικρότερης δυνατότητας των ελληνικών επιχειρήσεων
να προσαρμόζονται στις διακυμάνσεις της ζήτησης (λόγω εισαγωγής των εισροών κλπ.).
Το ερώτημα που ανακύπτει και πάλι
είναι τι κάναμε όλα αυτά τα χρόνια ως κοινωνία και οικονομία; Πόσες επιχειρήσεις λ.χ. αντί να
καρπώνονται τα κέρδη τις καλές εποχές τα επένδυαν σε έρευνα και ανάπτυξη;
Τούτο βέβαια απαιτεί αρκετό χρόνο, ο οποίος φαντάζει
πολυτέλεια, ενόσω ο ασθενής βρίσκεται στην εντατική, αλλά δυστυχώς το αίτημα
του αποπληθωρισμού όπως αναπτύσσεται στο δημόσιο διάλογο, ωσάν ξόρκι, δεν δίνει
λύσεις· ελπίδα μπορεί.
Ακολουθούν οι βασικές αιτίες
«αγκύλωσης» των τιμών σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας Ελλάδος:
• Πρόκειται κυρίως για τις
ανεπαρκώς ανταγωνιστικές συνθήκες σε τομείς κρίσιμους για τις τιμές καταναλωτή,
όπως το διανεμητικό εμπόριο. Οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού π.χ. στον τομέα
των τροφίμων τεκμηριώνονται και σε πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Αρχών
Ανταγωνισμού (European Competition Network – ECN), η οποία αφορά τις παραβάσεις
των κανόνων του ανταγωνισμού σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες την περίοδο 2004 2011.
Σύμφωνα με την έκθεση, επί συνόλου 182 ενεργειών των εθνικών αρχών και της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επιβολή των εν λόγω κανόνων, οι αρχές της Ελλάδος
και της Ισπανίας ήταν οι πλέον δραστήριες (με 18 ενέργειες η καθεμιά). Οι
παραβάσεις στην Ελλάδα (αθέμιτες συμπράξεις, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης)
αφορούσαν την παραγωγή αλεύρων, τα γαλακτοκομικά, την προμήθεια γάλακτος από
τους παραγωγούς, το κρέας, τα πουλερικά και τα αυγά, τις κονσέρβες φρούτων, τα
κατεψυγμένα λαχανικά, τα νωπά λαχανικά, την εμπορία των νωπών οπωροκηπευτικών,
τη μπύρα, το στιγμιαίο καφέ, τα αναψυκτικά τύπου κόλα, τα αλμυρά σνακ, καθώς
και περιοριστικές πρακτικές που επιβάλλονται από μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ
στα δίκτυα διανομής τους. Οι διαπιστώσεις της εν λόγω έκθεσης επιβεβαιώνονται έμμεσα
από τη σχετική ακαμψία των τιμών καταναλωτή (όπως προκύπτει από τα αναλυτικά
στοιχεία του ΔΤΚ) την περίοδο 20092012 σε ομάδες προϊόντων όπως: ψάρια, κρέας,
ζάχαρη, σοκολάτες και γλυκά, γαλακτοκομικά, δημητριακά (για πρωινό), καφές,
κακάο, τσάι, αλκοολούχα και μη αλκοολούχα ποτά, καπνός.
• Στις στρεβλώσεις του
ανταγωνισμού περιλαμβάνονται και αυτές που συνδέονται με τις ενδοομιλικές
συναλλαγές των πολυεθνικών επιχειρήσεων, τις πρακτικές τιμολόγησης που αυτές
ακολουθούν και τους περιορισμούς που επιβάλλουν στις θυγατρικές τους όσον αφορά
την προμήθεια των προϊόντων που διαθέτουν.
• Η ανεπάρκεια των συνθηκών
ανταγωνισμού πιθανώς αντανακλάται και στα σχετικά επίπεδα των τιμών καταναλωτή.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat, το 2011 το μέσο επίπεδο των
τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα ήταν μόνο ελαφρά χαμηλότερο από ό,τι στην ΕΕ27 (95
έναντι 100). Ωστόσο, το επίπεδο των τιμών ήταν υψηλότερο (σε σύγκριση με το 100
στην ΕΕ27) στις κατηγορίες τρόφιμα, μη αλκοολούχα ποτά (103), ένδυση (103),
υπόδηση (108), ηλεκτρονικά (108), επικοινωνίες (128). Ο δείκτης για τα τρόφιμα
επιβεβαιώνει τα προαναφερθέντα, ενώ οι δείκτες για την ένδυση, την υπόδηση και
τα ηλεκτρονικά υποδηλώνουν σοβαρές στρεβλώσεις της τιμολογιακής πολιτικής των
επιχειρήσεων. Τέλος, ο ιδιαίτερα υψηλός δείκτης για τις επικοινωνίες εκπλήσσει:
ενδέχεται να υποδηλώνει ότι, παρά τον εκ πρώτης όψεως έντονο ανταγωνισμό τιμών
μεταξύ των επιχειρήσεων τηλεφωνίας, υπάρχουν συμπράξεις όσον αφορά τον
καθορισμό των τιμών, αν και φαίνεται πιθανότερο ότι αντανακλά τη σημαντική
αύξηση της έμμεσης φορολογίας επί των υπηρεσιών ιδίως της κινητής τηλεφωνίας
την περίοδο 2010 2011. Επισημαίνεται βεβαίως ότι, ενώ η διαφορά των επιπέδων
των τιμών μπορεί να αντανακλά διαφορές στις συνθήκες ανταγωνισμού, δεν
συνεπάγεται κατ’ ανάγκην διαφορές στους ρυθμούς του πληθωρισμού.
• Παρά τις συνθήκες ύφεσης, τα
αδήλωτα εισοδήματα της παραοικονομίας (ακόμη και αν έχουν μειωθεί και αυτά λόγω
της κρίσης) εξακολουθούν να στηρίζουν τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες όχι
πρώτης ανάγκης, συμβάλλοντας έτσι σε κάποιο βαθμό στην προς τα κάτω ακαμψία των
αντίστοιχων τιμών καταναλωτή.
• Ένας παράγοντας που ενδεχομένως
έχει ιδιαίτερη σημασία στην τρέχουσα περίοδο είναι η αύξηση της επιβάρυνσης των
επιχειρήσεων που προκύπτει από την άμεση φορολογία (π.χ. με την επιβολή
έκτακτων εισφορών) αλλά και από την έμμεση φορολογία (π.χ. με την καθυστέρηση
των επιστροφών ΦΠΑ και της εξόφλησης άλλων ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου
προς τις επιχειρήσεις). Αυτή η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων
έχει στην ουσία τις ίδιες συνέπειες που θα είχε η αύξηση μιας συνιστώσας του
κόστους παραγωγής: επηρεάζει αυξητικά τις τιμές ή ―ακριβέστερα στην παρούσα
συγκυρία― αναστέλλει ή περιορίζει τη μείωσή τους. Πράγματι, δεδομένου ότι το
κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στον επιχειρηματικό τομέα εκτιμάται ότι
μειώθηκε κατά 1,1% το 2010 και 3,5% το 2011 και θα μειωθεί περαιτέρω κατά 10,4%
εφέτος, ενώ ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,1% το 2010, 1,0% το 2011
και μειώθηκε μόνο κατά 0,6% την περίοδο Ιαν. Σεπτ. 2012, προκύπτει ότι το
περιθώριο κέρδους (εάν μετρηθεί μόνο βάσει της σύγκρισης αυτών των δύο δεικτών)
στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας αυξήθηκε, παρά την
καταγραφόμενη μείωση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων του μη
χρηματοπιστωτικού τομέα που είναι εισηγμένες στο ΧΑ.50 Μία εξήγηση επομένως
είναι ότι οι επιχειρήσεις δεν μειώνουν περισσότερο τις τιμές των προϊόντων που
πωλούν (και αντίστοιχα τα περιθώρια κέρδους τους), προκειμένου να μπορέσουν να
ανταποκριθούν στις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις τους. Από την ανάλυση των
πινάκων εισροών εκροών εκτιμάται ότι, εάν η μετακύλιση του μειωμένου κόστους
εργασίας είχε εκφραστεί πλήρως στις τελικές τιμές καταναλωτή, τότε ο
πληθωρισμός ενδεχομένως θα ήταν ακόμη χαμηλότερος κατά 0,51,0 εκατ. μον.
περίπου το 2011 και κατά 1,52,0 εκατ. μον. το 2012. Με άλλα λόγια, οι
επιχειρήσεις αξιοποιούν το μειωμένο κόστος εργασίας προκειμένου να αντιμετωπίσουν
τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, αλλά και τη χρηματοοικονομική στενότητα και
το αυξημένο ενεργειακό κόστος.
• Επίσης, ενδέχεται μεθοδολογικές
“δυσκαμψίες” κατάρτισης του ΕνΔΤΚ να οδηγούν σε ατελή τρόπο καταγραφής του
πραγματικού πληθωρισμού. Ειδικότερα: ― Ενώ οι μειώσεις τιμών στη διάρκεια των
επίσημων περιόδων εκπτώσεων καταγράφονται κανονικά στις τιμοληψίες του ΕνΔΤΚ,
οι μειώσεις που συνδέονται με ειδικές “προσφορές” δεν καταγράφονται, σύμφωνα με
τους κανόνες της Eurostat. Η συχνότητα αυτών των προσφορών έχει αυξηθεί από την
έναρξη της κρίσης και είναι εύλογο να υποτεθεί ότι το μερίδιο των αντίστοιχων
αγορών στις συνολικές αγορές από τους καταναλωτές έχει επίσης αυξηθεί. Με τον
τρόπο αυτό αντισταθμίζεται, αν και μόνο κατά ένα μικρό μέρος, η πτώση της αγοραστικής
δύναμης που έχει προέλθει από τη μείωση των εισοδημάτων των καταναλωτών. Αν και
η καταγραφή των εκπτώσεων ή και των προσφορών στον ΕνΔΤΚ έχει σχεδόν ουδέτερη
επίπτωση στον πληθωρισμό, ωστόσο ενδέχεται τέτοιου είδους μεθοδολογικές
“δυσκαμψίες” κατάρτισης του ΕνΔΤΚ να οδηγούν σε κάποια μορφή ατελούς καταγραφής
του πραγματικού πληθωρισμού. Επίσης, στο βαθμό που υπάρχουν χρονικές υστερήσεις
όσον αφορά την επικαιροποίηση της σύνθεσης του καλαθιού του ΕνΔΤΚ, ενδέχεται να
μην καταγράφονται πλήρως (στους συντελεστές στάθμισης και την ίδια τη σύνθεση
του ΕνΔΤΚ) οι μεταβολές στο καταναλωτικό πρότυπο λόγω της κρίσης, π.χ. τη
στροφή προς φθηνότερες ποικιλίες ενός είδους ή τον περιορισμό της κατανάλωσης
διαρκών καταναλωτικών αγαθών, εισαγόμενων ειδών ή ειδών πολυτελείας. Πάντως,
δεν είναι δεδομένο ότι η πλήρης και έγκαιρη καταγραφή τέτοιων μεταβολών θα
συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην μικρότερη αύξηση του ΕνΔΤΚ ή και μείωσή του.
• Τέλος, εξωτερικοί παράγοντες
όπως τα καύσιμα και τα άλλα εισαγόμενα αγαθά (food and nonfood commodities)
προκαλούν σημαντικές πληθωριστικές επιδράσεις. Οι τιμές των καυσίμων είναι
διαρκώς ανοδικές με μικρές καθοδικές προσαρμογές, ενώ οι διεθνείς τιμές των
εμπορευμάτων, χωρίς τα καύσιμα, αν και έχουν υποχωρήσει σε σχέση με το 2011,
παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, κυρίως σε σημαντικά αγροτικά προϊόντα (καλαμπόκι,
σιτάρι, σόγια κ.ά.) λόγω κλιματικών αλλαγών. Ωστόσο, η πίεση που ασκείται στις
τελικές τιμές από τις παρατεταμένες αυξήσεις των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων
(πετρέλαιο και είδη δια τροφής) φαίνεται να είναι συγκρατημένη λόγω της
ανεπάρκειας της ζήτησης, δεν είναι όμως αμελητέα.