Δημοσιεύθηκε χθες (17.5.2011) στον τύπο (πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ) η είδηση ότι στο «μικροσκόπιο του υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας έχουν τεθεί οι εικονικές συμφωνίες ανάμεσα σε προμηθευτές και λιανέμπορους στην αγορά ρυζιού, οι οποίες ενώ εξασφαλίζουν εκπτώσεις στους λιανέμπορους δεν διασφαλίζουν χαμηλότερες τιμές για τον καταναλωτή».
Το ζήτημα της αδιαφανούς τιμολόγησης των γεωργικών προϊόντων αποτελεί αναμφίβολα ένα διαχρονικό πρόβλημα, το οποίο η προηγούμενη κυβέρνηση προσπάθησε να λύσει με μια σειρά αγορανομικών ρυθμίσεων, οι οποίες όμως δεν απέδωσαν στην πράξη.
Τα γεωργικά προϊόντα εξακολουθούν να "φεύγουν από το χωράφι για το ράφι" με πιστωτικά τιμολόγια, στα οποία δεν αποτυπώνεται η εκ των υστέρων έκπτωση προς τις μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης τροφίμων, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να καρπώνονται ευρύ περιθώριο κέρδους από το μεθοδευμένα υπερκοστολογημένο προϊόν (τα γνωστά πιστωτικά σημειώματα).
Για την κατάσταση αυτή οι προμηθευτές έχουν κατ’ επανάληψη καταγγείλει δημοσίως ότι εκβιάζονται από τις υπεραγορές να συμπράττουν στην αδιαφανή – εικονική τιμολόγηση, προκειμένου να εξασφαλίσουν την πώληση των προϊόντων τους και την προώθησή τους στα ράφια.
Βέβαια, από την άλλη πλευρά δε θα ήταν άτοπο να επισημάνουμε όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και πρακτικά ότι οι αγοραστές – μεγάλες αλυσίδες υπεραγορών, διαθέτοντας σημαντική ισχύ στην αγορά, μπορούν να περιορίζουν τη δυνατότητα των παραγωγών να διαθέτουν τα προϊόντα τους σε τιμές πολύ υψηλότερες του κόστους τους, με αποτέλεσμα ο τελικός καταναλωτής να απολαμβάνει συχνά ανταγωνιστικότερες τιμές στα αγαθά ευρείας κατανάλωσης. Τούτο, όμως, δεν αποτελεί θέσφατο. Η αγοραστική ισχύς δε συνεπάγεται αυτόματα θετικές επιπτώσεις στην ευημερία των καταναλωτών, στο βαθμό που οι λιανοπωλητές διαθέτουν ταυτόχρονα μεγάλη ισχύ πώλησης των αγοραζόµενων προϊόντων στην αγορά του επόμενου σταδίου.
Δεδομένου λοιπόν ότι οι τιμές στα γεωργικά προϊόντα διαμορφώνονται ελεύθερα με βάση τους νόμους προσφοράς και ζήτησης (πλην των οπωροκηπευτικών και παιδικών τροφών, όπου υπάρχει συγκεκριμένο αγορανομικό πλαίσιο) και η διακύμανσή τους οφείλεται σε πλήθος παραγόντων που εντοπίζονται τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στη διεθνή (επίπεδο προσφοράς, ελαστικότητα ζήτησης, παράνομες πρακτικές, τιμή πετρελαίου, τιμή δολαρίου στο οποίο γίνονται παγκοσμίως οι εμπορικές συναλλαγές στον τομέα των τροφίμων κλπ), οι οποίοι δεν είναι ούτε πάντοτε εύκολο να εντοπιστούν ούτε πολύ, δε, περισσότερο να ελεγχθούν, στο ερώτημα ποιος ευθύνεται για τον έλεγχο των τιμών στα γεωργικά προϊόντα στην Ελλάδα, η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Με αφορμή το παραπάνω δημοσίευμα παρατηρούμε τα εξής:
Η αρμοδιότητα του υπουργείου Ανταγωνιστικότητας, των αγορανομικών υπηρεσιών και της Διεύθυνσης Τιμών, Τροφίμων και Ποτών αφορά τα θέματα που έχουν να κάνουν με την εμπορία των αγροτικών προϊόντων (νοθεία, σήμανση, έλεγχος εναπομεινάντων διατιμημένων κλπ).
Η ρυθμιστική παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού έγκειται στον έλεγχο των δομών της οικονομίας, όχι των τιμών καθαυτών! Από την εξυγίανση των δομών της συγκεκριμένης αγοράς θα έλθουν οι όποιες βελτιώσεις στις τιμές, καθώς έργο της Επιτροπής δεν είναι η συγκράτηση του πληθωρισμού, αλλά ο εντοπισμός και η άρση των παράνομων αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών μεταξύ παραγωγών, διανομέων και λιανοπωλητών (οριζόντιες, κάθετες συμπράξεις, καταχρηστικές συμπεριφορές μονοπωλίων κλπ).
Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι στις αγορές όπου υπάρχει ελλιπής έλεγχος του κόστους των προϊόντων, έλλειμμα στρατηγικής των επιχειρήσεων (εν προκειμένω των παραγωγών) και υψηλά επίπεδα προσοδοθηρίας (rent-seeking), εκεί υπάρχει και περιορισμένος ανταγωνισμός.
Οι παραγωγοί που καταφέρονται εναντίον των καρτέλ (κι ορθώς), εναντίον των εκβιαστικών πιέσεων που δέχονται από εμπόρους και διανομείς, οφείλουν να αντιμετωπίσουν σθεναρά το πρόβλημα της οικονομικής τους αιμορραγίας από τη διάθεση των προϊόντων τους σε εξευτελιστικές τιμές, από τις οποίες ούτως ή άλλως δεν αποκομίζουν όφελος ούτε οι τελικοί καταναλωτές.
«Η βελτίωση της θέσης των παραγωγών μπορεί να επιτευχθεί με την ενίσχυση των Ομάδων Παραγωγών που μπορούν να συμβάλλουν στη συλλογική διάθεση των προϊόντων, στην τυποποίησή τους, στην βελτίωση της ποιότητάς τους, στην εφαρμογή τεχνικών μάνατζμεντ και προώθησης του μάρκετινγκ των οπωροκηπευτικών, στην προβολή της ποιότητας και της αναγνωρισιμότητας των προϊόντων (ονομασία προέλευσης, γεωγραφική ένδειξη)»[1].
Έχουμε αναφερθεί ξανά στα άρθρα μας ότι τα προβλήματα της αγοράς δεν αντιμετωπίζονται με αποσπασματικό «δημοσιογραφικό» λόγο που εκφέρεται προς χάριν ικανοποίησης του θυμικού μας.
Ενδιαφέρον έχει να δούμε σε τι βαθμό ανταποκρίθηκαν οι συλλογικοί φορείς των παραγωγών στη δημόσια διαβούλευση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τη διακρίβωση των αιτιών που οδηγούν σε υψηλές τιμές στα προϊόντα βασικής διατροφής και περιορίζουν τον ανταγωνισμό.